τελαλώ

τελαλώ
-άω, Ν
βλ. ντελαλίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τελαλώ — τελάλησα, και ντελαλώ ντελάλησα, διαλαλώ, διακηρύττω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντελαλίζω — και ντελαλώ και τελαλίζω και τελαλώ [ντελάλης] 1. διαλαλώ, διατυμπανίζω 2. μτφ. διαδίδω μυστικό …   Dictionary of Greek

  • τελάλι — το, Ν [τελαλώ] το τελαλητό …   Dictionary of Greek

  • τελάλισμα — το, Ν [τελαλώ] τελαλητό …   Dictionary of Greek

  • τελαλητό — το, Ν το να ντελαλίζει κανείς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελαλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • τελαλίζω — τελάλισα, τελαλίστηκα, και ντελαλίζω ντελάλισα, ντελαλίστηκα, τελαλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”